Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αγγελόσκιασμα
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αγγελόσκιασμα [aŋɟelóscazma] το,
  • the condition of one in death agony (syn αγγελόκρουσμα, ψυχομαχητό, ψυχορράγημα)
  • ⓐ fright (syn τρομάρα):
    • και η ξένη χώρα είν' όραμα κ' είναι καπνός το άτι, | κι ο γάμος ~ και ―ω ξύπνημα σκληρό― (Palam)

[der of αγγελοσκιάζομαι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες