Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγγελόσκιασμα [aŋɟelóscazma] το,
- the condition of one in death agony (syn αγγελόκρουσμα, ψυχομαχητό, ψυχορράγημα)
- ⓐ fright (syn τρομάρα):
- και η ξένη χώρα είν' όραμα κ' είναι καπνός το άτι, | κι ο γάμος ~ και ―ω ξύπνημα σκληρό― (Palam)
[der of αγγελοσκιάζομαι]