Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αγγελία
5 εγγραφές [1 - 5]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αγγελία η [angelía] Ο25 : 1.σύντομη δημοσίευση σε εφημερίδα ή περιοδικό που γνωστοποιεί ένα γεγονός, συχνά την προσφορά ή τη ζήτηση ενός πράγματος ή μιας υπηρεσίας: Είδα την ~ σας στην εφημερίδα και σας τηλεφωνώ για περισσότερες πληροφορίες. ~ γάμου. || Mικρές αγγελίες, ταξινομημένες ανάλογα με το περιεχόμενό τους: Έψαξα στη στήλη «Πωλείται» στις μικρές αγγελίες. Ψάχνει για δουλειά στις μικρές αγγελίες. 2. (λόγ.) είδηση, άγγελμα, μαντάτο.

[λόγ. < αρχ. ἀγγελία `δημόσια διακήρυξη΄ σημδ. γαλλ. annonce]

[Λεξικό Γεωργακά]
αγγελία [aŋɟelía] η,
  • ① message, news, tidings, information (syn είδηση, νέο, μήνυμα, άγγελμα, μαντάτο):
    • έλαβε μια καλή ~ he received good tidings |
    • naut ~ κινδύνου danger message
  • ② journ etc, communication of information, announcement, notice, advertisement, ad (syn δημοσίευση, διαφήμιση):
    • βάζω μια ~ σε εφημερίδα I put an ad (have an ad inserted) in a newspaper |
    • διάφορες αγγελίες miscellaneous ads |
    • μικρές αγγελίες classified ads |
    • theat ~ θεάτρου playbill; poster |
    • τοιχοκολλώ μια ~ I post a bill

[fr AG ἀγγελία 'message; announcement']

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αγγελιάζομαι [angeázome] Ρ2.1β : (λογοτ.) αγγελοκρούομαι, αγγελοθωρώ, αγγελοσκιάζομαι.

[άγγελ(ος) -ιάζομαι]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αγγέλιασμα το [angéazma] Ο49 : (λογοτ.) 1. ψυχορράγημα. 2. μεγάλη εξάντληση.

[αγγελιασ- (αγγελιάζομαι) -μα]

[Λεξικό Γεωργακά]
αγγελιαφόρος s. αγγελιοφόρος.
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες