Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αγγειοχειρουργικός -ή -ό [angio
irurjikós] Ε1 : που έχει σχέση με την εγχείρηση αιμοφόρων αγγείων. || (ως ουσ.) η αγγειοχειρουργική, τομέας της χειρουργικής που περιλαμβάνει εγχειρήσεις αγγείων. [λόγ. αγγειοχειρούργ(ος) -ικός]



