Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αγγειοδιασταλτικός -ή -ό
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αγγειοδιασταλτικός -ή -ό [angioδiastaltikós] Ε1 : που προκαλεί διαστολή των αιμοφόρων αγγείων. ANT αγγειοσυσταλτικός: Aγγειοδιασταλτικά νεύρα / φάρμακα.

[λόγ. αγγειο- 2 + διασταλτικός μτφρδ. γαλλ. vaso-dilateur]

[Λεξικό Γεωργακά]
αγγειοδιασταλτικός, -ή, -ό [aŋɟio∂iastaltikós] med
  • affecting dilation of bloodvessels:
    • αγγειοδιασταλτικα φάρμακα vasο-dilator drugs.
< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go