Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αγγειακός -ή -ό [angiakós] Ε1 : (επιστ.) που ανήκει ή που αναφέρεται στα αιμοφόρα αγγεία: ~ ιστός / κύλινδρος. Aγγειακό σύστημα. Aγγειακή βλάβη / πάθηση. ~ τόνος.
[λόγ. αγγεί(ον) 2 -ακός]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγγειακός, -ή, -ό [aŋɟiakós] biol & physiol
- vascular:
- ~ ιστός vascular tissue |
- biol αγγειακό σύστημα οργάνων vascular organ system |
- med αγγειακή βλάβη vascular damage |
- bot ~ κύλινδρος vascular cylinder, stele
[der of αγγείο]
- vascular:



