Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αγαύη
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αγαύη [aγávi] η, (L) bot
  • sisal; century plant; century aloe

[fr the f of αγαυός ή αγαυόν "illustrious, brilliant"]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες