Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αγαπησιάρης
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αγαπησιάρης -α -ικο [aγapisxáris] Ε9 : 1.που χαρακτηρίζεται από ερωτική διάθεση ή προκαλεί αυτή τη διάθεση στους άλλους· ερωτιάρης. 2. που εύκολα αγαπιέται· συμπαθητικός, αξιαγάπητος: Aγαπησιάρικο παιδί.

[μσν. αγαπησιάρης < αρχ. ἀγάπησ(ις) `αφοσίωση΄ -ιάρης]

[Λεξικό Γεωργακά]
αγαπησιάρης, -α [aγapisjáris]
  • ① inclined to love, amorous (syn ερωτόληπτος):
    • "πίσω μου, διάβολε", έκανε πάλι, ως τον σκέβομαν έμορφον και αγαπησιάρη σαν κορίτσι (Skarimpas)
  • ② attracting the love of people, charming; lovable, irresistible (syn αγαπητερός, αξιαγάπητος):
    • είναι τόσο ~, τον αγαπούν όλοι |
    • τον ήθελαν, τον αγαπούσαν - ~, βλέπεις, από φυσικό του - τον παρακαλούσαν (Xenop) |
    • η Nότα πάλι, όταν έκλαιγε, γινόταν τόσο γλυκιά, τόσο αγαπησιάρα (id.) |
    • κι ο πόλεμος πέρασε κι οι λαβωματιές απομένουν και κανένας δε γνοιάζεται να ξαναδώση σ' αυτόν τον αγαπησιάρη λαό τον τρόπο να ξαναβρή την πρόσχαρή του διάθεση (Panagiotop)

[der of αγάπηση (dial) 'love, affection; sexual love' ← MG & K ἀγάπησις]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες