Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αγαμία
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αγαμία η [aγamía] Ο25 : 1.η κατάσταση του άγαμου: H ~ είναι υποχρεωτική για τους μοναχούς. Tο θέμα της αγαμίας του κλήρου. Πιστοποιητικό αγαμίας. 2. αποχή ή στέρηση από τη σεξουαλική πράξη.

[λόγ. < ελνστ. ἀγαμία]

[Λεξικό Γεωργακά]
αγαμία [aγamía] η, (L)
  • ① unmarried life, single life, bachelorhood, celibacy (syn L άγαμος βίος):
    • η ~ του κλήρου (των ιερέων), των μοναχών the celibacy of the clergy (of the priests), of the monks |
    • η ~ είναι υποχρεωτική για τους μοναχούς |
    • πιστοποιητικό αγαμίας certificate that one is single |
    • η ~ του Iμπραΐμ (Theotokas)
  • ② abstinence from or privation of sexual intercourse (syn αγαμησιά)

[fr K ἀγαμία celibacy]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες