Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αγαλλίασις
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
αγαλλίασις ‑ση η· αγάλλιαση.
  • 1) Xαρά, ευφροσύνη:
    • (Διακρούσ. 9610).
  • 2) Πνευματική ευφροσύνη που δίνει η απαλλαγή από την αμαρτία:
    • έλαιον αγαλλιάσεως άλειψον ή ευσπλαχνίας (Σκλέντζα, Ποιήμ. 724).

[μτγν. ουσ. αγαλλίασις. H λ. (ση) και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες