Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αγαλήνευτος
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αγαλήνευτος -η -ο [aγalíneftos] Ε5 : που δεν έχει γαληνέψει, ηρεμήσει. ANT γαληνεμένος: Aγαλήνευτο πέλαγος. ~ παροξυσμός θυμού.

[λόγ. α- 1 γαληνεύ(ω) -τος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αγαλήνευτος, -η, -ο [aγalíneftos]
  • not calmed down, not quieted down (syn ακαθησύχαστος):
    • το παιδί είναι αγαλήνευτο
  • ⓐ stormy, strong (syn ταραγμένος, τρικυμιώδης):
    • ετοιμάζει τον ένα πίνακα ύστερ' από τον άλλο, σ' ένα παροξυσμό αγαλήνευτο (Panagiotop) |
    • poem πώς με κρατά αγαλήνευτο απόψ' ένας απελπισμός | στο φως π' όλα τα δένει (Malakasis).
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες