Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αγαθόπιστος -η -ο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αγαθόπιστος -η -ο [aγaθópistos] Ε5 : ευκολόπιστος, αφελής: Είναι ~.

[λόγ. αγα θο- + πίστ(ις) -ος μτφρδ. γαλλ. de bonne foi]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go