Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αγαθοεργία
3 items total [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αγαθοεργία η [aγaθoerjía] Ο25 : αφιλοκερδής και ανυστερόβουλη πράξη που ωφελεί το κοινωνικό σύνολο· φιλανθρωπία: Όρισε στη διαθήκη του ένα ποσό για αγαθοεργίες.

[λόγ. < αρχ. ἀγαθοεργία]

[Λεξικό Κριαρά]
αγαθοεργία η.
  • Tο να κάνει κανείς καλές, γενναίες πράξεις, ανδραγαθήματα:
    • Mαθόντες γουν την ευγένειαν … και αγαθοεργίαν (Kορων., Mπούας 13).

[αρχ. ουσ. αγαθοεργία. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αγαθοεργία [aγaθoeryía] η,
  • beneficence, philanthropy, charity (syn φιλανθρωπία):
    • πράξη αγαθοεργίας
  • ⓐ charitable deed, charity

[fr MG ← AG ἀγαθοεργία]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go