Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αγίνωτος -η -ο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αγίνωτος -η -ο [ajínotos] Ε5 : α.που δεν έχει ωριμάσει· άγουρος. ANT γινωμένος: Tέτοια εποχή τα σταφύλια είναι ακόμα αγίνωτα. Aγίνωτα σπαρτά. || Aγίνωτο κρασί / ψωμί, που δεν έχει υποστεί ζύμωση. β. (λογοτ., μτφ.) που δεν έχει φτάσει ακόμα στην πληρότητά του· ανώριμος: Tο αγίνωτο ακόμα πνεύμα του εφήβου.

[α- 1 γινω(μένος) -τος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αγίνωτος, -η, -ο [ayínotos] (& region. αγένωτος)
  • ① unmade, unconstructed, undone, not completed (syn ακάμωτος, άφτιαστος, ant γινωμένος, καμωμένος):
    • το τμήμα αυτό είναι ακόμη αγίνωτο |
    • οι δουλειές του σπιτιού έμειναν αγίνωτες
  • ⓐ uncooked, not done, not ready, of dishes (ant γινωμένος, έτοιμος)
  • ⓑ unfermented, unaged, of wine:
    • αγίνωτο κρασί unripe or hard wine
  • ⓒ unrisen, of dough:
    • το ψωμί είναι αγίνωτο
  • ② not ripened, unripe, of cereals and fruits (syn άγουρος, ant γινωμένος, ώριμος):
    • ~ καρπός |
    • ελιές αγίνωτες |
    • αγίνωτα σπαρτά |
    • φρούτα γινωμένα κι αγίνωτα (syn ώριμα κι άγουρα)
  • ③ not fully developed, immature, of body and mind:
    • ήταν ψηλή, λεπτή όμως, αγίνωτη χωρίς σχεδόν στήθος ακόμα (Xenop) |
    • την ήξερα μικρή, αγίνωτη, δεκατεσσάρων... χρονών (id.) |
    • να υφίσταται για ώρες την επίσκεψη ενός αγίνωτου νεανίσκου (Palam) |
    • χωρίς την παιδεία ο άνθρωπος μένει ~ (Theodorakop) |
    • το αγίνωτο ακόμα πνεύμα (του εφήβου) (id.)

[cpd of α- and *γινω-τός (fr -ινω: γινω-μένος): γίνομαι: cf α-κάμω-τος (beside κάμω καμω-μένος: αφάγωτος etc]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες