Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγέλαστα [ayélasta] adv
- ① without laughing, solemnly:
- ανταπόδινε το χαιρετισμό του πλήθους..., το 'κανε όμως βιαστικά, ~ (Roufos)
- ② without committing fraud, undeceivingly.
- ① without laughing, solemnly: