Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αγάντα
7 εγγραφές [1 - 7]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αγάντα [aγánda] (άκλ.) : (ναυτ.) παράγγελμα που αντιστοιχεί στην έκφραση με όλη τη δύναμη: ~ τα κουπιά. || ~ το φόρτωμα, στήριξε το φορτίο που γέρνει. || ~, παλικάρι!, υπομονή, κουράγιο. || (ως ουσ.) ΦΡ κάνω ~, καταβάλλω μεγάλη δύναμη.

[αγαντ(άρω)1 (αναδρ. σχημ.)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αγάντα η [aγánda] Ο25α : (ναυτ.) στήριγμα, πάσσαλος ή κρίκος για το δέσιμο των πλοίων: Tο μουράγιο έχει πολλές αγάντες.

[< αγάντα (άκλ.)]

[Λεξικό Γεωργακά]
αγάντα [aγánta]
  • common [aγánda] η,
  • ① naut post or mooring ring for craft:
    • δέσαμε τη λάντζα στην ~ |
    • το λιμάνι or το μουράγιο έχει πολλές αγάντες
  • ② fig support; point of support, reliable argument:
    • θέλει ~ η δουλειά |
    • κάνω ~ I make great efforts |
    • ο δικηγόρος βρήκε γερές αγάντες

[fr imper αγάντα of αγαντάρω]

[Λεξικό Γεωργακά]
αγάντα imper s. αγαντάρω.
[Λεξικό Γεωργακά]
αγαντάρισμα [aγantárizma] το,
  • holding on.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αγαντάρω [aγandáro] Ρ6α : 1.(ναυτ.) πιάνω, κρατώ, συγκρατώ κτ.: ~ το φόρτωμα!, στηρίζω το φορτίο που γέρνει. 2. υπομένω, αντέχω, βαστάζω: Δεν ~ πια τα βάσανα.

[1: ιταλ. agguantar(e) (< guanto `σιδερένιο γάντι΄) -ω· 2: ιταλ. (διαλεκτ.) agguantar(e) (< ισπαν. aguantar) ]

[Λεξικό Γεωργακά]
αγαντάρω [aγantáro]
  • common [aγandáro] imper αγάνταρε, αγάντα, aor αγάνταρα & αγαντάρισα
  • ① naut seize, lay hands on, hold on sth (syn πιάνω, κρατώ):
    • ~ τη γούμενα or το σκοινί |
    • αγάντα τα κουπιά |
    • αγάντα το πανί |
    • ~ ψάρι |
    • αγάντα το φόρτωμα |
    • τους αγαντάρισαν και τους έκλεισαν στο μπουντρούμι
  • ⓐ push w. force:
    • βυθίζεται μες στο ποτάμι, κάνει άλλο ένα βήμα με το άλλο πόδι, ν' αγαντάρη και να βγη από τη λακκούβα (Venezis)
  • ② withstand, endure, esp in imper αγάντα! (syn αντέχω, βαστάω):
    • καλά αγαντάρει το πλεούμενο |
    • αγάντα, καπετάνιο, να το προσπεράσουμε (Vlami) |
    • αγάντα και φτάσαμε |
    • γέρασε δεν αγαντάρει τη δουλειά |
    • δεν ~ πια τα βάσανα

[fr Ven agwantar 'agguantare'; αγάντα fr imper agguanta! 'hold on!']

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες