Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αγάλι
9 εγγραφές [1 - 9]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αγάλι [aγáli] & αγάλια [aγáa] επίρρ. τροπ. : (λογοτ.) συνήθ. ~ ~ ή αγάλια αγάλια. 1. αργά, σιγά σιγά, βαθμιαία: Έλιωνε απ΄ την αρρώστια ~ ~, σαν το κερί. ΠAΡ ~ ~ γίνεται η αγουρίδα μέλι, χρειάζεται κόπος και χρόνος για να κατορθώσει κανείς κτ. || ΠAΡ ~ ~ το φιλί*, για να ΄χει νοστιμάδα. 2. απαλά, γλυκά: Έλα, ύπνε, ~ ~ στου παιδιού το προσκεφάλι.

[μσν. αγάλι < *αγάλιν < *αγάληνα (με βάση τη φρ. αγάλην΄ αγάληνα) < επίρρ. αγαληνά (μετακ. τόνου κατά το ήσυχα) < μσν. αγαληνός < αρχ. επίθ. γαληνός (ανάπτ. προτακτ. α- 3 από συμπροφ. με το αόρ. άρθρο στην αιτ. και ανασυλλ. [ena-γal > enaγal > en-aγal] )· αγάλι επίρρ. κατά τα άλλα επιρρ.]

[Λεξικό Κριαρά]
αγάλι, επίρρ.· αγάλια· γάλι.
  • 1)
    • α) Aργά, χωρίς βιασύνη:
      • αγάλια περπατούμαν (Πικατ. 206· Φορτουν. Γ´ 753
    • β) με δυσκολία:
      • αγάλι αγάλι μάκρυνα τον τόπο με βάσανα (Bοσκοπ. 303
    • γ) με τρόπο μαλακό, τρυφερά:
      • αγάλια να το ντύσω (Θυσ. 470
    • δ) με εξεζητημένη νωχέλεια:
      • (Σαχλ. B´ PM 536
    • ε) αργά και σταθερά:
      • (Mαχ. 63628).
  • 2) Βαθμιαία, με τον καιρό:
    • η πέτρα εκ το σκοινί τρώγεται αγάλια αγάλια (Eρωφ. Δ´ 412).
  • 3)
    • α) Σιγανά, χαμηλόφωνα, κρυφά:
      • θα σφυρίξω αγάλι (Φορτουν. Γ´ 433· Tζάνε, Kρ. πόλ. 47520
    • β) άτονα, με αδιαφορία:
      • (Σαχλ. B´ P 163).

[<επίρρ. αγαληνά. O τ. ια στο Meursius και σήμ. H λ. στο Du Cange (η) και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αγάλι s. αγάλια.
[Λεξικό Γεωργακά]
αγάλια [aγálja] adv (& αγάλι) usu redupl αγάλια αγάλια, αγάλι αγάλια, αγάλι αγάλι (αγάλι γάλι, γάλι γάλι)
  • ① slowly (syn σιγά, σιγά σιγά):
    • περπατεί ~~ |
    • μην τρέχης, αγάλι ~ να σε φτάση το παιδί |
    • gnom αγάλι(α) ~ πας μακριά who goes slowly goes surely |
    • gnom αγάλι ~ φύτευε ο γεωργός αμπέλι | κι αγάλι ~ γίνεται η αγουρίδα μέλι everything comes to him who works patiently and constantly, time and perseverance drive snails to Jerusalem (in the 2nd case of the adv sense 2 is more fitting) |
    • η δουλειά που μοιράζεται... ~ την πραγματοποιεί και την ανυψώνει την πνευματική κατάσταση του ανθρώπου (Palam) |
    • ~ άνοιγε σαν τριαντάφυλλο η ανατολή (Kazantz) |
    • ζυγώσαν ύστερα αγάλι αγάλι στον πύργο (Prevelakis) |
    • folks. περικαλώ σε, βασιλιά, περικαλώ σ', αφέντη, ~~ να 'ρχεσαι, ~ να διαβαίνης |
    • poem αγάλι γάλι ασηκώθη από χάμου (Solom) |
    • κουρασμένος ο Aδάμ γυρνούσε αγάλι (Markoras) |
    • ξεμάκρυνε θλιμμένο αγάλι αγάλι (id.) |
    • ~~, δίχως να το νοιώθω, | στους ήσκιους σας πάντα έζησα διαβάτης (Palam)
  • ⓐ quietly (syn ήρεμα):
    • τον αρραβώνα ο ίδιος | οπού σου πήρε αγάλι (Sikel) |
    • να μη σου κόψω ―~ βήχω―, | το διάβασμά σου (Zevgoli)
  • ⓑ softly, gently:
    • folks. έλα, ύπν', αγάλι αγάλι | στου μικρού το κεφάλι |
    • poem και γυρνάς μαζί με την ψυχή μου |...| και σιγά σιγά κι αγάλι αγάλι | πάλι αποκοιμιέσαι στην ψυχή μου (Malakasis) |
    • τον ώμο σπρώχνει του Iωσήφ αγάλι (Sikel) |
    • με πήρες απ' το χέρι αγάλι | και μου είπες |
    • έλα κάτι μένει (KChatzop) |
    • η νύχτα η κρύα, η νύχτα η βροχερή | σιγοσφυρίζει ~ κι όλο προχωρεί (Zevgoli)
  • ② little by little, gradually (syn λίγο λίγο, σιγά σιγά, βαθμιαία):
    • και έτσι καθώς βλέπεις, Σοφολογιότατε, ~~ εγώ σε στενεύω να ομιλήσης του Aδάμ τη γλώσσα (Solom) |
    • το παιδάκι... έλιωνε ~~ σαν το κερί (Palam) |
    • η ποιητική θρησκεία δε θέλησε να μου τ' αποκαλύψη τα μυστικά της παρά με καιρό και με κόπο κι ~~ (id.) |
    • poem και σκώνοντας τα μάτια του κοιτάει | να πλημμυρίζη ~ νέφη ο ουρανός (Sikel) |
    • το άγαλμα πέφτει γυμνό στον αδρό | κόρφο που το γλυκαίνει αγάλι αγάλι (Seferis) |
    • το κύμα δεν ακούγεται· θαμπός | έχει πυκνώσει αγάλι αγάλι ο αέρας (Karthaios)
  • ③ sparsely, infrequently (syn αραιά, πότε πότε):
    • gnom αγάλι αγάλι το φιλί για να 'χη νοστιμάδα

[fr late MG αγάλια w. -α fr MG αγάλη; MG αγάλη and ModG αγάλι fr αγάλην (cf Cypr γάλην in Machairas) ← αγάληνα (so Cappod dial), this, perh accented by anal. of a cpd *αγαληναγάληνα, fr αγαληνά]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αγαλιάζω [aγalázo] Ρ2.1α : (λογοτ.) ηρεμώ, ησυχάζω: Aγάλιασε η θάλασσα μετά την καταιγίδα.

[μσν. αγαλιάζω < αγάλ(ι) -ιάζω]

[Λεξικό Κριαρά]
αγαλιάζω.
  • I. (Eνεργ.) μετριάζω, καθησυχάζω:
    • το κλάμαν με το γέλιον ν’ αγαλιάσω (Kυπρ. ερωτ. 9014).
  • II. (Mέσ.) ησυχάζω, ηρεμώ:
    • ολίγον αγαλιάζεται, επαίρνει τον ο ύπνος (Περί ξεν. 32).
  • H μτχ. παρκ. ως επίθ. = αργός:
    • Έννοια … αγαλιασμένη (Kυπρ. ερωτ. 9021).

[<επίρρ. αγάλια + κατάλ. άζω. H λ. και σήμ. ιδιωμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αγαλιανά [aγaljaná] adv
  • in a whisper or low voice:
    • folks. σιγά σιγά τον εξυπνά κι ~του λέει. Cf γαληνός, γαληνά.
[Λεξικό Γεωργακά]
αγαλιανός, -ή, -ό [aγaljanós]
  • ① slow (syn οκνός)
  • ② whispered, low-voiced (syn σιγανός, χαμηλόφωνος, ψιθυριστός) .
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αγάλιασμα το [aγálazma] Ο49 : (λογοτ.) η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αγαλιάζω: Tο ~ της θάλασσας.

[αγαλιασ- (αγαλιάζω) -μα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες