Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αβυσσαλέα [avisaléa] adv
- abysmally, immeasurably, infinitely:
- το βαθύ "κάτι" της γυναικείας ύπαρξης που, όταν γεννηθή, τόσο ~ διψάει να ζήση (Spandonidis) |
- κάτι ~ διεστραμμένο, σχεδόν ανατριχιαστικό (Terzakis) |
- στάθηκε το ελεύθερο βασίλειο του... ~ σκοτεινού υποκόσμου των γκάγκστερς (Karantonis).
- abysmally, immeasurably, infinitely:



