Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αβυσσαλέα
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αβυσσαλέα [avisaléa] adv
  • abysmally, immeasurably, infinitely:
    • το βαθύ "κάτι" της γυναικείας ύπαρξης που, όταν γεννηθή, τόσο ~ διψάει να ζήση (Spandonidis) |
    • κάτι ~ διεστραμμένο, σχεδόν ανατριχιαστικό (Terzakis) |
    • στάθηκε το ελεύθερο βασίλειο του... ~ σκοτεινού υποκόσμου των γκάγκστερς (Karantonis).
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες