Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αβρόμιστος
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Γεωργακά]
αβρόμιστος s. αβρώμιστος.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αβρόμιστος -η -ο [avrómistos] Ε5 : 1.που δεν έχει λερωθεί· καθαρός, αλέρωτος. ANT βρομισμένος. 2. για τρόφιμα που δεν έχουν αποκτήσει δυσοσμία από οργανική αποσύνθεση.

[α- 1 βρομισ- (βρομίζω) -τος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες