Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αβραμιαίος
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
αβραμιαίος, επίθ.
  • Που έχει τα ήθη του Aβραάμ:
    • αβραμιαίος … γέροντας (Xίκα, Mονωδ. 56).

[μτγν. επίθ. αβραμιαίος (DGE)]

[Λεξικό Γεωργακά]
αβραμιαίος, -α, -ο [avramiéos]
  • ① patriarchal (syn πατριαρχικός) άνθρωποι αβραμιαίοι (Kontoglou):
    • ήτανε μια φαμελιά αβραμιαία, εννιά γιοι (Prevelakis)
  • ② hospitable (syn φιλόξενος) .
< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go