Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αβράβευτος -η -ο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αβράβευτος -η -ο [avráveftos] Ε5 : που δεν τον έχουν βραβεύσει, τιμήσει με βραβείο. ANT βραβευμένος: Tο έργο του έμεινε αβράβευτο. αβράβευτα ΕΠIΡΡ.

[λόγ. α- 1 βραβεύ(ω) -τος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αβράβευτος, -η, -ο [avráveftos]
  • not given or not honored with, not having received, a prize:
    • προτιμώ την αβράβευτη ποίηση του Bιζυηνού (Melas)

[cpd w. βραβεύω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες