Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αβούρτσιστος -η -ο [avúrtsistos] Ε5 : που δεν τον έχουν βουρτσίσει, δεν τον έχουν καθαρίσει με βούρτσα: Aβούρτσιστο καπέλο / παλτό / σακάκι. Aβούρτσιστα παπούτσια / δόντια.
[α- 1 βουρτσισ- (βουρτσίζω) -τος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αβούρτσιστος, -η, -ο [avúrtsistos]
- unbrushed (ant βουρτσισμένος):
- καπέλο, παλτό, σακκάκι αβούρτσιστο |
- αβούρτσιστα παπούτσια
- ⓐ unpolished (syn αγυάλιστος):
- αβούρτσιστα παπούτσια.
- unbrushed (ant βουρτσισμένος):



