Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αβοτάνιστος -η -ο
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αβοτάνιστος -η -ο [avotánistos] Ε5 : (για κήπους, αγρούς κτλ.) που δεν τον έχουν βοτανίσει, δεν τον έχουν καθαρίσει από τα ζιζάνια και τα άγρια χόρτα. ANT βοτανισμένος, ξεβοτανισμένος: Aβοτάνιστο χωράφι.

[α- 1 βοτανισ- (βοτανίζω) -τος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αβοτάνιστος, -η, -ο [avotánistos]
  • unweeded:
    • αβοτάνιστο χωράφι |
    • ~ κήπος

[cpd w. βοτανίζω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go