Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αβερτίρω
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
αβερτίρω.
  • 1) Eιδοποιώ:
    • για να θελήσω σήμερο το Λούρα να αβερτίρω (Φορτουν. Δ´ 217).
  • 2) Yποδεικνύω, συνιστώ κ. σε κάπ.:
    • (Στάθ. Γ´ 168).

[<βεν. avertir]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες