Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αβεντούρα
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
αβεντούρα η.
  • Tύχη, πεπρωμένο:
    • «Γυρεύγω την αβεντούρα μου» (Bουστρ. 30818).

[<ιταλ. avventura ή γαλλ. aventure. H λ. σε έγγρ. του 1469 (Livre rem. 55)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες