Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αβεβαίωτος -η -ο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αβεβαίωτος -η -ο [avevéotos] Ε5 : που δεν επιβεβαιώθηκε, δεν εξακριβώθηκε: Aβεβαίωτες ειδήσεις / πληροφορίες, ανεπιβεβαίωτες. Aβεβαίωτοι φόροι, που δεν έχουν καθοριστεί από την εφορία.

[λόγ. α- 1 βεβαιω- (δες βεβαιώνω) -τος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αβεβαίωτος, -η, -ο [avevéotos]
  • not confirmed, unconfirmed:
    • αβεβαίωτη είδηση unconfirmed news
  • ⓐ unchecked, unverified:
    • αβεβαίωτοι φόροι.
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες