Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αβδελλόχορτο
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αβδελλόχορτο [av∂elóxorto] το, bot
  • any of the various kinds of poisonous ranunculi (crowfoot) of the family ranunculaceae.
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες