Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αβδελλιάζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αβδελλιάζω [av∂eljázo] (& βδελλιάζω)
  • ① be infested by leeches:
    • το νερό αβδέλλιασε
  • ② contract the deadly disease distomiasis, of herbivorous animals:
    • αβδέλλιασαν τα πρόβατα, τα βόδια (syn κλαπατσιάζω)
  • ③ splice pieces of wood or metal by means of sheet plate (syn αβδελλώνω) .
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες