Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αβγούλι
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Γεωργακά]
αβγούλι [avγúli] το,
  • little egg, (or endearing for) egg:
    • έφαγε αβγούλια |
    • poem νεροφίδα κλώσσα, [....] κλώσσησε τ' αβγούλια σου | στη νεροφωλιά σου (Skipis).
[Λεξικό Γεωργακά]
αβγουλιέρα [avγuljéra] η,
  • eggcup (syn αβγοθήκη)

[fr αβγούλι and suff -ιέρα]

[Λεξικό Γεωργακά]
αβγουλίλα [avγulíla] η,
  • smell of egg:
    • το φαΐ μυρίζει ~ the meal has an egg smell.
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες