Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αβγουλάς
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αβγουλάς [avγulás] ο, αβγουλού [avγulú] η,
  • ① dealer in eggs, egg seller (syn αβγοπώλης)
  • ② regular eater of eggs in large quantities.
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες