Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αβγολογώ
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αβγολογώ [avγoloγó]
  • ① buy eggs from door to door
  • ② finger a hen to find out whether it has an egg
  • ③ mi αβγολογιέται η κότα the hen clucks before laying an egg.
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες