Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αβγατιστής
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αβγατιστής [avγαtistís] ο,
  • ① one who increases, enlarges
  • ② gym jumping game (syn αυξητή, αβγατιστή [s. αβγατιστός], βαρελάκια) .
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες