Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αβγαταίνω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αβγαταίνω [avγaténo] Ρ7.4α : (λαϊκότρ.) 1. γίνομαι μεγαλύτερος· αυξάνομαι, πληθύνομαι, αβγατίζω: Mέρα με την ημέρα αβγάταιναν τα πλούτη του κι η δύναμή του. Όσο κι αν τα μετράς, δεν αβγαταίνουν. 2. αβγατίζω1.

[< αβγατ(ίζω) μεταπλ. -αίνω κατά το συν. πληθαίνω]

[Λεξικό Γεωργακά]
αβγαταίνω [avγaténo] aor αβγάτυνα
  • ① intr increase in size, grow (syn αυξαίνω, πληθαίνω):
    • το ρύζι αβγαταίνει στο βράσιμο |
    • η νύχτα αβγαταίνει το χειμώνα, μικραίνει το καλοκαίρι |
    • τα βλαστάρια θ' αβγαταίνουν μια σπιθαμή τη μέρα (MLazaridis)
  • ② trans make grow, enlarge, increase, multiply. s. αβγατίζω.
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες