Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αβγάτος
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
αβγάτος, επίθ.
  • (Προκ. για ψάρια) γεμάτος αβγά:
    • κέφαλος … αβγάτος (Προδρ. IV 178).

[<ουσ. αβγόν + κατάλ. άτος. H λ. και σήμ. ιδιωμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αβγάτος, -η, -ο [avγátos]
  • full of eggs, esp of fish (syn αβγωμένος):
    • το ψάρι αυτήν την εποχή είναι αβγάτο |
    • ~ κάβουρας.
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες