Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αβγάσιμον το.
-
- Eξάνθημα, απόστημα:
- έπρεπε να κόψει την πληγήν ή να ανοίξει το αβγάσιμον (Aσσίζ. 17713).
[<ουσ. εβγάσιμον (LBG· πβ. ΙΛ, λ. βγάσιμο) <εβγάνω + κατάλ. ‑σιμον· πβ. ά. βγάλσιμο και βγαλτόν]
- Eξάνθημα, απόστημα: