Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αβατσίνωτος -η -ο [avatsínotos] Ε5 : (λαϊκότρ.) που δεν τον μπόλιασαν με δαμαλίδα· αβατσίνιαστος.
[α- 1 βατσινώ(νω) -τος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αβατσίνωτος, -η, -ο [avatsínotos]
- unvaccinated.