Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αβασταγό
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αβασταγό το [avastaγó] & βασταγό το [vastaγó] Ο38 : (λογοτ.) κάθε ζώο που το φορτώνουμε (άλογο, γαϊδούρι)· υποζύγιο.

[βα-: ουσιαστικοπ. ουδ. του μσν. επιθ. βασταγός `που αντέχει΄ < θ. βασταγ- του βαστάζω (πρβ. ελνστ. βασταγή `μεταφορά΄) -ός (αναλ. προς τα βόσκω - βοσκός, τρέφω - τροφός)· αβα-: ανάπτ. προτακτ. α- 3 από συμπροφ. με το άρθρο στον πληθ. και ανασυλλ. [ta-va > tava > t-ava] ]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αβάσταγος -η -ο [avástaγos] Ε5 : (λαϊκότρ.) (για πρόσ.) που τίποτα δεν τον συγκρατεί· ασυγκράτητος, ανυπόμονος: ~ άνθρωπος.

[μσν. αβάσταγος < αβάστα(κτος) μεταπλ. -γος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αβάσταγος, -η, -ο [avástaγos]
  • ① unrestrained, impetuous, aggressive, wild (syn ακράτητος, ασυγκράτητος, ορμητικός):
    • ο Σολιώτης είναι ~ (Melas) |
    • poem κι απάνου τους χτυπούσανε φτερούγια αβάσταγα όρνια (Palamas) |
    • σκορπούν τη λάβρα των αβάσταγων σατύρων (id.)
  • ② unbearable (syn ανυπόφορος):
    • ~ πόνος |
    • αβάσταγη βαρύτατη μελαγχολία (KParaschos) |
    • φαντάσματα της αβάσταγης ζέστης (Kastanakis) |
    • poem και τ' ανάνοιχτα χέρια είν' αβάσταγο βάρος (NPapazachariou)
  • ⓐ heavy:
    • poem ξερωγιάζοντας τα αβάσταγα τσαμπιά (Sikel)

[fr MG (11th c.) αβάσταγος 'impetuous'; cf αβάσταχτος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες