Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αβασκαντούρι
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αβασκαντούρι [avaskandúri] το,
  • wild herb used against evil eye spells

[fr αβάσκαντος w. suff -ούρι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες