Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αβασάνιστο
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Γεωργακά]
αβασάνιστα [avasánista] adv
  • ① without torture; without cares (syn αταλαιπώρητα):
    • ζη or περνάει ~
  • ② in lit, without (careful) examination, without scrutiny (syn ανεξέλεγκτα):
    • ~ μεταχειρίζουνται νεωτεριστικά στοιχεία και νοήματα (Karantonis) |
    • (την αποστροφή προς την ύλη) τόσο ~ συχνά αποδίδουν στο χριστιανισμό (Tatakis) |
    • τη ρητή προτροπή του δασκάλου προς τους μαθητές να μη δεχτούν ~ τις υποθέσεις του (Papanoutsos) |
    • μια τέτοια εξήγηση, που δόθηκε βιαστικά κι ~ από πολλούς δείχνει μόνον επιπολαιότητα στις εκτιμήσεις (Terzakis).
[Λεξικό Γεωργακά]
αβασάνιστο [avasánisto] το,
  • lack of scrutiny:
    • εξήγησε το ~ της γνώμης μου από τη νεότητά μου κι από την απειρία μου (Palam).
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αβασάνιστος -η -ο [avasánistos] Ε5 : 1.που δε βασανίστηκε, δεν ταλαιπωρήθηκε σωματικά ή ψυχικά. ANT βασανισμένος: Aβασάνιστο κορμί. Aβασάνιστη ψυχή. 2. που δεν τον έλεγξαν, δεν τον εξέτασαν εξαντλητικά και επίμονα· ανεξέταστος: Iδέες πρόχειρες, αβασάνιστες και ατεκμηρίωτες. Bιαστικά και αβασάνιστα συμπεράσματα. Aβασάνιστες κατηγορίες. αβασάνιστα ΕΠIΡΡ: Για τίποτα δεν πρέπει να αποφασίζουμε επιπόλαια και ~. Συμβούλευε τους μαθητές του να μη δέχονται ~ τις απόψεις του.

[λόγ.: 2: αρχ. ἀβασάνιστος· 1: ελνστ. σημ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αβασάνιστος, -η, -ο [avasánistos]
  • ① not having suffered torments or cares, untormented (syn αταλαιπώρητος, ant βασανισμένος)
  • ② unexamined, unscrutinized, not well thought out, impromptu (syn ανεξέλεγκτος, ανεξέταστος, ant εξελεγμένος):
    • έτοιμες κι αβασάνιστες ιδέες (Theotokas) |
    • τίποτε δεν επιτρέπεται να προσφέρεται αβασάνιστο και ατεκμηρίωτο (IPanayotop) |
    • αβασάνιστο δόγμα (Tatakis) |
    • ο επιμερισμός των ευθυνών γίνεται με τρόπο αβασάνιστο, αυθαίρετο, παράλογο (Terzakis) |
    • αβασάνιστες έννοιες της κοινής αντίληψης των πραγμάτων (Papanoutsos).
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες