Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αβαντζιάζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
αβαντζιάζω.
  • Kερδίζω:
    • διά ν’ αβαντζιάσει ο άτυχος καβαλλάρης ονομίσματα φ´ (Mαχ. 52414).

[<παλαιότ. γαλλ. avanchier ή προβ. avançar]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες