Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αβαντζάρισμα
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αβαντζάρισμα [avandzárizma] το,
  • ① higher bid (syn πλειοδοσία)
  • ② surplus
  • ③ net profit.
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες