Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αβαντάρω
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αβαντάρω [avandárο]
  • support, assist s.o. to advance:
    • αβαντάρουμε τις αξιώσεις των δημοσίων υπαλλήλων we support the demands of the civil servants |
    • theat ~ έναν ηθοποιό I help an actor to advance (e.g., by offering him a role)

[fr OIt avantare]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες