Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αβαμπαρλιέρης ο· αβαμπαλιέρης· αβαντπαρλιέρης· αφαμπαλιέρης· αφαμπαρλιέρης· φαρπαλιέρος.
-
- Δικηγόρος, συνήγορος:
- να έχει πρόλαλον, τό λέγεται φράγκικα αβαμπαρλιέρη (Aσσίζ. 34910‑11).
[<παλαιότ. γαλλ. avant-parlier. Η λ. στο Du Cange (αβανπ‑)]
- Δικηγόρος, συνήγορος: