Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αβαείο το [avaío] Ο39 : 1.μοναστήρι ρωμαιοκαθολικών που διοικείται από αβά. || εκκλησία που παλαιότερα ήταν αβαείο: Στο ιστορικό ~ του Γουεστμίνστερ βρίσκονται οι τάφοι των βασιλέων της Mεγάλης Bρετανίας. 2. η κατοικία του αβά, το ηγουμενείο των καθολικών.
[λόγ. αβά(ς) -είον κατά το ηγουμενείον μτφρδ. γαλλ. abbaye (δες στο αβάς)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αβαείο [avaíο] το, (& αββαείο)
- ① Catholic monastery, abbey (syn αβάτο):
- ο ηγούμενος του βασιλικού αβαείου του αγίου Διονυσίου (Kanellop)
- ② domicile of abbot (syn ηγουμενείο)
[fr *αββαείον, der of αββάς w. suff -είον, cf ηγουμενείον]
- ① Catholic monastery, abbey (syn αβάτο):