Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αβάτο
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Γεωργακά]
αβάτο [αváto] το, (sp. also αββάτο) = αβαείο (s. this)
:
  • poet στου Γουεστμίστερ το βουβό και σκυθρωπό ~(Ouranis)

[fr *αββάτον, der of αββάς, cf πρωτάτον]

[Λεξικό Γεωργακά]
άβατο [ávato] το, (& L άβατον) relig
  • ① inaccessible place such as the cella of a temple, the adytum from which the profane were excluded (syn άδυτο)
  • ② inaccessibility of a place:
    • ~ναού |
    • το ~των μοναστηριών (Papantoniou) |
    • παραβίαση του αβάτου αρκετά τολμηρή (id.)

[fr AG ἄβατον]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
άβατος -η -ο [ávatos] Ε5 : 1.(για τόπο ή χώρο) που δεν μπορούμε να τον διαβούμε· αδιάβατος, απάτητος, απρόσιτος: Άβατη γη. ~ τόπος. Άβατο βουνό / δάσος. Άγρια κι άβατα φαράγγια. 2. (εκκλ.) για ιερό χώρο όπου απαγορεύεται η είσοδος ατόμων που θα μπορούσαν να τον βεβηλώσουν: Tο ιερό των χριστιανικών ναών είναι άβατο για τις γυναίκες. Άβατο μοναστήρι, στο οποίο δεν επιτρέπεται η είσοδος σε άτομα του ενός από τα δύο φύλα. || (ως ουσ.) το άβατο, ο αντίστοιχος απαγορευτικός θεσμός: Γυναίκα μεταμφιεσμένη σε άντρα προσπάθησε να παραβιάσει το άβατο του Aγίου Όρους.

[λόγ. < αρχ. ἄβατος, ελνστ. τό ἄβατον]

[Λεξικό Γεωργακά]
άβατος, -η, -ο [ávatos]
  • ① which cannot be walked over, untrodden (syn αδιάβατος):
    • άβατη γη, άβατη διάβαση |
    • άβατα βοσκοτόπια, άβατα στενά φαράγγια
  • ② impassable, inaccessible (syn L απρόσιτος):
    • ~ τόπος, άβατα όρη, άβατες κορφές, άβατο δάσος virgin forest |
    • poet βουτηχτής στον άβατο | βυθό να φτάσω (Gryparis).
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες