Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αβάτευτος -η -ο [aváteftos] Ε5 : (λαϊκότρ.) (για ζώα) που δε γονιμοποιήθηκε από το αρσενικό του: Aβάτευτη φοράδα.
[α- 1 βατεύ(ω) -τος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αβάτευτος, -η, -ο [aváteftos]
- ① (of female animals) non-copulating, unmated (syn αμαρκάλιστος)
- ② unfertilized:
- αβάτευτο αβγό.