Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αβάσταγα
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αβάσταγα [avástaγa] adv
  • impatiently, impetuously, wildly; unbearably:
    • poem με τα φτερούγια του όνειρου κι ~ πετώντας | περνώ αποπάνου από καιρούς κλ (Palam) |
    • μια βουή από πυκνές ομάδες θρύλων | όρμησε στην καρδιά μου που βαραίνει ~ | απ' τις συνοικιακές καντάδες των μαθητών (NPappas).
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες