Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αβάσιστος -η -ο [avásistos] Ε5 : αβάσιμος, αστήρικτος: Aβάσιστα λόγια. Aβάσιστες κατηγορίες.
αβάσιστα ΕΠIΡΡ. [λόγ. α- 1 βασισ- (βασίζω) -τος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αβάσιστος, -η, -ο [avásistos]
- groundless, unsupportable (syn αστήριχτος, αβάσιμος) αβάσιστα λόγια.