Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αβάσιστος -η -ο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αβάσιστος -η -ο [avásistos] Ε5 : αβάσιμος, αστήρικτος: Aβάσιστα λόγια. Aβάσιστες κατηγορίες. αβάσιστα ΕΠIΡΡ.

[λόγ. α- 1 βασισ- (βασίζω) -τος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αβάσιστος, -η, -ο [avásistos]
  • groundless, unsupportable (syn αστήριχτος, αβάσιμος) αβάσιστα λόγια.
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες