Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αβάντζον
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
αβάντζον το.
  • Kέρδος, όφελος:
    • (Θρ. Kύπρ. 474).

[<ιταλ. avanzo. H λ. και σήμ. (‑ο)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες