Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αβάκα
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Γεωργακά]
αβάκα1 [aváka] adv παίζουμε ~ (syn συντροφικά, συνεταιρικώς) .
[Λεξικό Γεωργακά]
αβάκα2 [aváka] η,
  • Ion Islands, Peloponn.
  • ① cards partnership:
    • κάναμε ~ στο παιχνίδι αυτό we formed a partnership in this game
  • ② agreement:
    • έχουμε ~ να πάμε εκδρομή το Σαββατοκύριακο.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
άβακας ο [ávakas] Ο5 : I1.κατάλληλα διαμορφωμένη επίπεδη επιφάνεια που χρησιμοποιείται σε επιτραπέζια παιχνίδια, π.χ. σκάκι, τάβλι. 2. (αρχιτ., αρχαιολ.) η πλάκα που αποτελεί το επάνω μέρος του κιονοκράνου. II1. (παρωχ.) αριθμητήριο. 2. (παρωχ., μαθημ.) πίνακας που επιτρέπει εύκολους υπολογισμούς (μαθηματικές πράξεις, εξισώσεις). || (στρατ.) άβακες τροχιών / βλητικών συναρτήσεων.

[λόγ.: I1, II: αρχ. ἄβαξ, αιτ. -ακα· Ι2: ελνστ. σημ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
άβακας [ávakas] ο,
  • ① abacus; calculation chart (syn υπολογιστικός πίνακας)
  • ② archit abacus
  • ③ chessboard (syn σκακιέρα):
    • σκυμμένος άλλοτε στου ζατρικιού τον άβακα
  • ④ milit άβαξ τροχιών trajectory chart

[fr AG ἄβαξ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες