Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αίθριος
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Κριαρά]
αίθριος, επίθ.
  • Που υψώνεται στους αιθέρες, υψηλός:
    • αίθριος δωδεκάστεγος πύργος (Bίος Aλ. 3760).

[αρχ. επίθ. αίθριος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αίθριος -α -ο [éθrios] Ε6 : (λόγ.) 1. που δεν έχει σύννεφα: ~ ουρανός / καιρός. 2. (μτφ., λογοτ.) ήσυχος, γαλήνιος: ~ νους. Aίθριο πρόσωπο, όχι σκυθρωπό.

[λόγ. < αρχ. αἴθριος (στη σημ. 1)]

[Λεξικό Γεωργακά]
αίθριος, -α (& -ία), -ο [éθrios] (L)
  • ① cloudless, clear, bright (syn ανέφελος L, ασυννέφιαστος, εύδιος L, καθαρός, ξάστερος):
    • ~ ουρανός clear (or bright or fair) sky |
    • ο ~ ελληνικός ουρανός the clear Greek sky |
    • ~ καιρός (syn αιθρία) |
    • αιθρία ημέρα day w. a clear sky |
    • το πλήθος ... με τα χρυσά μαλλιά και τα αίθρια μάτια (e.g. the Germans) (Papantoniou) |
    • μας κοίταξαν ... μ' ένα αίθριο φως στο πρόσωπο (Panagiotop) |
    • poem ο μέσα κόσμος θάρρεψε στα βάθη της ψυχής κρυφός | μ' όλο που δεν ανοίχτηκε κανένας ~ δρόμος (Malakasis)
  • ② fig composed, cool, calm, serene (syn γαλήνιος, διαυγής, εύδιος L, καθαρός):
    • αίθριο πρόσωπο |
    • αίθρια μνήμη |
    • ~ νους clear or lucid mind |
    • όσα έγραψα ... για τη ζωή και το έργο του Mαίτερλιγκ με ξανάφεραν σε κάπως αιθριότερες εποχές (Panagiotop) |
    • poem γυναίκα οπού μια ατμόσφαιρα σε περιβάλλει αιθρία | ειρήνης (IRaftop)

[fr MG ← AG α­θριος (also PatrG)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες